- λοιδορώ
- (Α λοιδορῶ, -έω)υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ)αρχ.1. επιπλήττω, επιτιμώ2. μέσ. λοιδοροῡμαι, -έομαια) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.)β) (ως αλληλοπαθές) αλληλοκατηγορούμαι («λοιδορεῑσθαι δ' οὐ πρέπει ἄνδρας ποιητάς», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σύνθ. ρ. τού οποίου το α' συνθετικό συνδέεται με το αρχ. ινδ. lunāti «κόβω», καθώς και με το λύω, ενώ το β' συνθετικό με το δέρω «γδέρνω». Η άποψη αυτή παρουσιάζει και φωνητικά και σημασιολογικά προβλήματα. Κατ' άλλη άποψη, από κάποιο αμάρτυρο *λοίδος «παιχνίδι» (πρβλ. λατ. ludus) πλάσθηκε ένα επίσης αμάρτυρο παρ. *λοιδόλης (τύπος: μαινόλης), το οποίο με ανομοίωση έδωσε *λοιδόρης και το οποίο μεταπλάστηκε σε λοίδορος. Η κυριότερη αδυναμία τής απόψεως αυτής είναι ότι θεωρεί το λοιδορώ παρ. τού λοίδορος, ενώ το τελευταίο είναι αναμφισβήτητα πολύ μεταγενέστερο τού ρ.ΠΑΡ. λοιδορία, λοίδοροςαρχ.λοιδόρημα, λοιδόρησις, λοιδορησμός, λοιδορητικός, λοιδοριστής.ΣΥΝΘ. αρχ. αντιλοιδορώ, απολοιδορώ, επιλοιδορώ, καταλοιδορώ, προσεκλοιδορώ, προσλοιδορώ, συλλοιδορώ].
Dictionary of Greek. 2013.